- ίσιωμα
- τό1) равнина, ровная плоскость; 2) ровная, гладкая дорога
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ίσιωμα — ίσιωμα, το και ίσωμα, το, ατος 1. ομαλό μέρος, ίσιος δρόμος: Πάμε από το ίσιωμα. 2. ευθυγράμμιση: Ίσιωμα του σύρματος. 3. μτφ., γκρέμισμα: Τα έκανε όλα ίσιωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ίσιωμα — και ίσωμα, το [ισιώνω/ισώνω] 1. δρόμος ίσος και ομαλός, χωρίς ανηφοριά ή κατηφοριά, δρόμος που ακολουθεί συνήθως οριζόντια διεύθυνση 2. μικρή επίπεδη έκταση ανάμεσα σε ανώμαλα, ιδίως ορεινά και βραχώδη, εδάφη 3. στον πληθ. τα ισιώματα μικρές… … Dictionary of Greek
ίσωμα — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 110 μ., 539 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, μεταξύ Πείρου και Παράπειρου, 36 χλμ. Ν της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαρρών.… … Dictionary of Greek
επανίσωσις — ἐπανίσωσις, η (Α) 1. ίσιωμα, το να καθιστά κανείς κάτι ίσιο, ευθύ 2. εξίσωση, το να καθιστά κανείς κάτι ίσο με άλλο 3. η επαναφορά στην κανονική θέση, στη μεσότητα … Dictionary of Greek
ευθυντήρας — ο (Α εὐθυντήρ) [ευθύνω] νεοελλ. όργανο με το οποίο γίνεται εύθυνση, ίσιωμα κάποιου αντικειμένου ή μέλους τού σώματος αρχ. 1. αυτός που ξαναφέρνει στον ίσιο δρόμο, ο τιμωρός 2. ως επίθ. φρ. «εὐθυντήρ οἴαξ» το τιμόνι που κρατάει σε ευθεία πορεία το … Dictionary of Greek
ευθυσμός — εὐθυσμός, ὁ (Α) [ευθύνω] το να κάνει κάποιος κάτι ευθύ, το ίσιωμα … Dictionary of Greek
ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… … Dictionary of Greek
ισάδι — ἰσάδι, τὸ (Μ) ίσιωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος + παραγ. κατάλ. άδι* (πρβλ. ασπρ άδι, γλυκ άδι)] … Dictionary of Greek
ισοπέδωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ισοπεδώνω, εξομάλυνση επιφάνειας, ισοπέδωμα, επιπέδωση, ίσιωμα επιφάνειας 2. μτφ. 1. κατάργηση κοινωνικών διαφορών και διακρίσεων, κοινωνική εξίσωση, εξομοίωση 2. κατεδάφιση, γκρέμισμα, καταστροφή. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
καλοστρατιά — η καλή στράτα, ομαλός, στρωτός δρόμος, ίσιωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + στράτα] … Dictionary of Greek
ξεσγούρωμα — το το ίσιωμα τών κατσαρών μαλλιών τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + σγούρωμα] … Dictionary of Greek